- ασυνόρευτος
- -η, -ο(για κτήμα ή τόπο) που δεν έχει κοινά σύνορα με κάποιον άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασυνόρευτος — η, ο αυτός που δε συνορεύει, δεν έχει κοινά σύνορα με κάποιον άλλο: Η χώρα μας είναι ασυνόρευτη με τη Ρουμανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)